- λαγανοφακῆ
- λᾰγᾰνοφᾰκῆ, ἡ,A lentil pudding or cake, Bilabel Ὀψαρτ. p.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγανοφακή — λαγανοφακῆ, ἡ (Α) πίτα από αλεύρι φακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγανο + φακῆ] … Dictionary of Greek